- δείλετο
- δείλομαιverge towards afternoonimperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δείλομαι — (I) δείλομαι (Α) φρ. «δείλετο τ ἠέλιος» κι ο ήλιος έγερνε στη δύση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δείλομαι, τού οποίου η ύπαρξη επιβεβαιώνεται από το δείλετο (απαντά στην Οδύσσεια), είναι μετονοματικό παράγωγο τού δείλη* (για τον σχηματισμό πρβλ. και θέρμετο… … Dictionary of Greek